Καλλισθένη — Καλλισθένης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ερμόλαος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Νικομήδεια. Όταν ο Μαξιμιανός διέταξε την πυρπόληση του χριστιανικού ναού της Νικομήδειας, ο Ε. κατόρθωσε να διασωθεί. Αργότερα όμως αποκεφαλίστηκε μαζί με τους ιερείς… … Dictionary of Greek
Ψευδοκαλλισθένης — Συμβατικό όνομα του άγνωστου συγγραφέα της πρώτης φανταστικής μυθιστορηματικής βιογραφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (3ος αι. μ.Χ.). Το έργο αυτό αποδόθηκε εσφαλμένα στον στρατηγό του Καλλισθένη, ενώ μια λατινική του μετάφραση είχε αποδοθεί στον… … Dictionary of Greek